- επιπηδώ
- ἐπιπηδῶ, -άω (AM)πηδώ πάνω σε κάποιον, εφορμώ («ἐπιρρύξας ἀγρίως αὐτοῑς ἐπιπηδᾷς», Αριστοφ.)μσν.πηδώ, χοροπηδώαρχ.1. μτφ. πηδώ πάνω ή πέρα από κάτι («ἐπιπηδᾱν τῷ λόγῳ», Πλούτ.)2. πηδώ κατεπάνω («ἐπιπηδᾱν ἐπὶ τὴν τιμωρίαν», Ιώσ.)3. (για αρσ. ζώο) πηδώ επάνω, βατεύω4. ορμώ, φέρομαι προς κάτι («ἐπιπηδᾱν τῇ τέχνῃ», Γαλ.).
Dictionary of Greek. 2013.