επιπηδώ

επιπηδώ
ἐπιπηδῶ, -άω (AM)
πηδώ πάνω σε κάποιον, εφορμώ («ἐπιρρύξας ἀγρίως αὐτοῑς ἐπιπηδᾷς», Αριστοφ.)
μσν.
πηδώ, χοροπηδώ
αρχ.
1. μτφ. πηδώ πάνω ή πέρα από κάτι («ἐπιπηδᾱν τῷ λόγῳ», Πλούτ.)
2. πηδώ κατεπάνω («ἐπιπηδᾱν ἐπὶ τὴν τιμωρίαν», Ιώσ.)
3. (για αρσ. ζώο) πηδώ επάνω, βατεύω
4. ορμώ, φέρομαι προς κάτι («ἐπιπηδᾱν τῇ τέχνῃ», Γαλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιπηδῶ — ἐπιπηδάω leap upon pres imperat mp 2nd sg ἐπιπηδάω leap upon pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐπιπηδάω leap upon pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐπιπηδάω leap upon pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ἐπιπηδάω leap upon… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιπήδησις — ἐπιπήδησις, ἡ (Α) [επιπηδώ] 1. επίθεση, εφόρμηση εναντίον κάποιου 2. (για αρσενικό ζώο) βάτεμα …   Dictionary of Greek

  • θουρώ — θουρῶ, άω (Α) [θούρος] (επικ. τ.) εφορμώ, επιπηδώ, βατεύω …   Dictionary of Greek

  • προσεπιπηδώ — άω, Α εφορμώ ή αναπηδώ επίσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιπηδῶ «εφορμώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”